Ανομολόγητος έρωτας – Μια ερωτική ιστορία

0

Ο ανομολόγητος έρωτας είναι ίσως το συναίσθημα που μας ταλανίζει περισσότερο… είναι ρομαντικός έρωτας, βασανισμένος, έρωτας αδιέξοδος. Μια ιστορία για έναν ανομολόγητο έρωτα που περιμένει να βγει στο φως..


Ανομολογητος ερωτας

γυναικα στο ποταμι

Κάθισε σταυροπόδι στο γρασίδι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης καστανιάς, στις όχθες του ποταμού. Είχε πολύ δουλειά να κάνει και το ήξερε, είχε μείνει πίσω. Έπρεπε να παραδώσει, στο περιοδικό στο οποίο δούλευε, 5 ερωτικές ιστορίες μέχρι το τέλος της εβδομάδας.

Αθεράπευτα ονειροπόλα κάθε φορά που καθόταν για να γράψει το μυαλό της ταξίδευε μίλια μακριά, χρόνια πίσω, σε αναπάντητα ερωτήματα για πιθανές διαδρομές που θα μπορούσε να είχε διαλέξει αν δεν είχε διαλέξει αυτήν που την έφερε σήμερα στις όχθες του μεγάλου αυτού ποταμού, σ’ αυτήν την ξένη μα τόσο φιλόξενη χώρα… αυτή της βέβαια η ιδιότητα, δεν την πείραζε καθόλου, τα ονειροπολήματα της ήταν εξάλλου και η κύρια πηγή της έμπνευσης της…

«Μα που χάθηκες…», «και τι δεν θα έδινα να μάθαινα που τρέχει το μυαλό σου…» είχε ακούσει χιλιάδες φορές από τους ανθρώπους που κάποτε μοιράζονταν μαζί της μικρές ή μεγαλύτερες διαδρομές, όταν την κοιτούσαν να “ταξιδεύει”.

Τους καθησύχαζε συνήθως με ένα γλυκό χαμόγελο κι ένα στοργικό βλέμμα, ήταν πάντα εκεί, ήταν πάντα κοντά τους…

Κάθισε κάτω από το μεγάλο δέντρο και άνοιξε το lap-top στα πόδια της.

Ήταν πολύ η άνοιξη για να αντέξει στο μικρό διαμέρισμα.

Και επιτέλους τα χέρια της χάιδευαν με ταχύτητα το πληκτρολόγιο και οι σελίδες γέμιζαν γρήγορα με μικρά συμβολάκια με νόημα.

Επιτέλους !!! ευχαρίστησε τις μούσες της, έρχονταν όλες μαζί , πότε η Πολύμνια πότε η Μελπομένη αγκαζέ με την Ευτέρπη, καμία φορά δεν ήξερε και η ίδια ποια ήταν ποια.. έκοβε η μια έραβε η άλλη.

«Γυναικοπαρέα» της είχε πει ένας φίλος της, «βγάζεις άκρη…» κι είχε γελάσει πολύ.

Ένα μικρό πουλάκι κελαηδούσε χαρούμενο, έχοντας μόλις τελειώσει το μπάνιο του, γιόρταζε και ευχαριστούσε την φύση και αυτούς που προνόησαν και γέμισαν με πανέμορφα σιντριβάνια την τόσο φιλόξενη αυτή πόλη. Μια δέσμη φωτός τρυπούσε τα φυλλώματα και έπεφτε σαν προβολέας στο έδαφος, στις ακτίνες του χόρευαν λαμπιρίζοντας μικρές νιφάδες σκόνης , σήκωσε το βλέμμα της προς το φως που τη μάγεψε και τού παραδόθηκε ξανά να την ταξιδέψει με την ταχύτητά του …

Αμέσως βρέθηκε εκεί που της μύριζε πεύκο, σκόνη και αλμύρα και που είχε κάτι από την αγνότητα και την ασφάλεια των παιδικών της χρόνων. Όπως τότε που παραθέριζαν όλοι μαζί στο μεγάλο σπίτι δίπλα στη θάλασσα… ήταν κάπου εκεί όταν τον είχε προαισθανθεί κάτι για αυτόν, ένα μεσημέρι που δεν είχε ύπνο και κατέβηκε στη θάλασσα να διαβάσει το βιβλίο της κάτω από την σμίξη δυο πεύκων, στη απίστευτη κρυψώνα της.

Ήταν κοινός φίλος, δηλαδή του αρραβωνιαστικού της και τώρα πια και δικός της. Eίχε κατέβει μόνος του να κολυμπήσει, το συνήθιζε να είναι μονός, του προτιμούσε κάποιες φορές … μα ακόμα και όταν ήταν με παρέα κάπως πιο προσωπική εκείνη διέκρινε στα μάτια του ότι υπήρχε ένα μικρό κενό σαν να ήταν κάτι που του έλειπε … το διέκρινε απ την πρώτη στιγμή και αυτό ήταν κάτι που σχεδόν που της άρεσε ….ίσως γιατί της θύμισε κάτι από την ίδια… ίσως γιατί και εκείνη ήταν κάπως έτσι …

Κρυμμένη κάτω απ τα κλαριά τον παρατηρούσε να ετοιμάζεται να μπει στη θάλασσα … και ξαφνικά τον διαπέρασε ένα φως και τον είδε με ένα τρόπο κάπως διαφορετικό σαν να μην στεκόταν στην φυσική του ομορφιά αλλά σα να κοιτούσε κάτι πέρα από αυτή…

Παρατηρούσε τη κάθε καμπύλη και την κάθε γωνία του κορμιού του όχι για να την θαυμάσει αλλά προσπαθούσε να μαντέψει τι ήταν εκείνο που την σμιλέψει έτσι… ποια δυναμική τον είχε σχηματίσει έτσι… και το μυαλό της ταξίδευε. Κάτι της θύμιζε και κάτι την καλούσε κάτι πρωτόγονο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, κάτι συγγενικό και γνώριμο, σαν από μια άλλη ζωή.

Σα να ήθελε να αφουγκραστεί το πώς λειτουργεί το εσωτερικό του κορμιού του και πως αντιδράσει στην ζέστη η καρδία του και πως στο ψύχος το αίμα του… πως αντιδρούν τα πνευμόνια του όταν γελάει με την καρδία του ….

Τον φαντάστηκε να φοράει λευκό λινό κουστούμι ξυπόλυτο σε ένα κήπο με γρασίδι … και τον φαντάστηκε εργάτη σ ένα ταρσανά στην Αίγυπτο πασαλειμμένο απ την κορυφή ως τα νύχια στο γράσο … δεν μπορούσε να τον ταιριάξει… τον φαντάστηκε να λυπάται για ένα χαμό και να γιορτάζει με κέφι όλο το βράδυ χορεύοντας … τον φαντάστηκε να κάνει έρωτα στην γυναίκα που αγαπούσε … κάτι την έκανε να ριγήσει … έκλεισε τα μάτια και ένοιωσε να την έχει αγκαλιά και να χορεύουν σε μια παραλία ένα ταγκό δίχως τέλος όλο το βράδυ … ένα ρίγος την διαπέρασε και την άφησε σχεδόν ανίκανη να ανοίξει τα μάτια της … έμεινε εκεί ακίνητη καμπόση ώρα όταν τελικά τα άνοιξε τον είδε να την κοιτάζει από απόσταση αλλά κατ ευθείαν στα μάτια… και το σοκ της ήταν διπλό…

«θα έρθεις;» της είπε…

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της … ένοιωσε γυμνή… μα πως την είδε μες στη κρυψώνα της; λες να κατάλαβε ότι τον κοίταζε; λες να κατάλαβε τι σκεφτότανε;

«…καλά εγώ βουτάω, όταν αποφασίσεις έλα…»

Ουφ ανακούφιση, μάλλον δεν κατάλαβε τίποτα… για μπάνιο ήθελε να μπούμε.

«όχι, όχι ακόμα… να ζεσταθώ κι άλλο»

Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα δυνατά … “λες να με κατάλαβε;” αναρωτήθηκε, “πόση ώρα άραγε με κοιτούσε;”

Ένοιωσε σα να είχε κλέψει κάτι που δεν ήταν δικό της… αλλά ένοιωσε τόσο ζωντανή μέσα από αυτό που δεν μπορούσε να κατηγορήσει τον εαυτό της για κάτι λάθος… δεν μπορεί να είναι λάθος κάτι που την κάνει να αισθάνεται τόσο έντονα. Μάζεψε βιαστικά, τα πράγματα της και γύρισε σπίτι.

Τις μέρες που ακολούθησαν κρύφτηκε, πάνω από όλα απ’ τον εαυτό της. Αποφάσισε ότι ο τι και να ήταν αυτό που ένοιωσε, δεν ήθελε να το ακουμπήσει … όχι τώρα τουλάχιστον.

Βυθίστηκε στα βιβλία της και τις μουσικές της, έκανε παθιασμένα έρωτα με τον αρραβωνιαστικό της, προσπαθούσε να μεθάει με όλα όσα της έδιναν πάντα ζωή, με κρασί, με μουσική, με ωραίες εικόνες με συζητήσεις με γέλια και παρέες. Προσπαθώντας να κλείσει όλες της χαραμάδες να μην νοιώσει κανένα συναισθηματικό κενό. Αλλά κάπου μέσα της, ένας μικρός πανικός κάπου καιροφυλακτούσε, τι θα γινόταν όταν θα τον ξαναέβλεπε. Κάπου μέσα της ένας μικρός πειρασμός μόλις είχε ξυπνήσει κι ήταν έτοιμος για παιχνίδια, το ξανθό του κεφαλάκι είχε ανασηκωθεί και μικροσκοπικά του χεράκια έτριβαν τα ματάκια του για να ξεθολώσουν απ τον ύπνο και να δουν γύρω του καλύτερα -κακό σημάδι.

Ήταν πολύ περίεργη, ήθελε να τον ξαναδεί, ήθελε να το τολμήσει, είχαν περάσει εβδομάδες από τότε εξάλλου.

/———————————/

Συνάντηση ξανά

Ξανασυναντηθήκαν, χαιρετήθηκαν ζεστά, όπως πάντα, αστειεύτηκαν πέρασαν όλοι μαζί όμορφα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ανάμεσα τους … μα είχε στ’ αλήθεια συμβεί… τίποτα, εκείνη απλώς το είχε νοιώσει, καθησύχασε τον εαυτό της, ερήμην του… Όμως ήταν κάτι βαθιά στο βλέμμα του που της γεννούσε μια μικρή αμφιβολία…

Και όλα ήταν καλά ώσπου σαν ένα άλλο μικρό παιδάκι από τις φτωχογειτονιές μιας παραγκούπολης αποφάσισε να ανοίξει το μπουκαλάκι με την κόλλα να την μυρίσει για να ζαλιστεί ξανά και ξανά και ξανά…

Και χόρευε ζαλισμένη σαν μια μικρή ευέλικτη πεταλούδα γύρω από μια φωτιά, πότε από απόσταση και πότε κάνοντας ξαφνικές επιθέσεις σαν καμικάζι … πάντα τριγύρω πάντα φλερτάροντας περιφερειακά, πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής, αλλά ποτέ αγγίζοντας την… και έτσι πέρασαν μήνες άλλοτε έντονης εξάρτησης και άλλοτε απεξάρτησης.

Σαν να έβαζε ένα μικρό ραβδάκι μέσα στην ψυχή της να δει μέχρι που αντέχει… και να σταματούσε εκεί…

Σαν να πλησίαζε το χέρι της να τον ακουμπήσει τόσο κοντά ώστε ανάμεσα τους να υπήρχε μόνο μια μονή στοιβάδα αέρα… και να σταματούσε εκεί.

Απ την άλλη εκείνος αν και απ την αρχή, είχε νοιώσει τα μάτια της να τον διαπερνούν εκείνο το μεσημέρι στη θάλασσα, είχε αφουγκραστεί την αναπνοή της και κατάλαβε τον πανικό της όταν της μίλησε. Ήξερε καλά αυτά τα σημάδια, τα είχε συναντήσει λιγότερο η περισσότερο στα ταξίδια του σε κάποιες απ τις γυναίκες που είχαν περάσει απ τη ζωή του. Ήξερε για την μετάλλαξη των συναισθημάτων, την είχε ζήσει και δεν ήταν λίγες οι φορές που όντας σε δύσκολη θέση, έπρεπε να το βάλει στα πόδια για να μην πληγωθεί κανείς. Έβλεπε τον πόθο στα μάτια της και τον άκουγε στην άκρη της φωνής της, γι αυτό και τα απέφευγε και τα δυο.

Την ήθελε, αναμφισβήτητα, ήταν εξάλλου πολύ όμορφη και αισθησιακή, Την ποθούσε και κάποια βράδια η σκέψη της τον κρατούσε ξύπνιο και τον τρόμαζε, αλλά δεν ήξερε το γιατί. Απ την άλλη εκείνη δήλωνε ότι ήταν ερωτευμένη με τον φίλο του, και μόνο αυτό ήταν αρκετό εαυτόν να μην ενδώσει ποτέ. Και το γεγονός οτι εκείνη τον πολιορκούσε τόσο, τον εκνεύριζε.

Δεν ήταν έτοιμος να καεί στη φλόγα της, όχι έτσι όχι τότε.

Η γυναίκα αυτή έμοιαζε στα μάτια του σαν ένα εύφλεκτο υγρό, έπαιρνε εύκολα το σχήμα του δοχείου που την τοποθετούσαν οι επίδοξοι εραστές της, αυτό που οι δύστυχοι αγνοούσαν ήταν το πόσο αιθέρια ήταν και πόσο εύκολα εξατμιζόταν, όσο πιο πολλές καμπύλες είχε το μπουκάλι, κι όσο πιο πολύπλοκο ήταν το σχήμα του, τόσο το υγρό το χρωμάτιζε και τόσο περισσότερες επιφάνειες εξάτμισης δημιουργούνταν.

Ακόμα και με φελλό εύρισκε τον τρόπο να ξεγλιστρήσει απ’ τους πόρους και τις χαραμάδες και να εξαερούται. Δεν περιορίζεται αυτή η γυναίκα σε ένα δοχείο, απορούσε με αυτούς που το έκαναν… ο μόνος τρόπος, σκεφτόταν να κρατήσεις κάτι από εκείνη ήταν να λουστείς με αυτήν να περιχύσεις με αυτό το αιθέριο υγρό το κορμί σου μέχρι που να σε κάψει, να του επιτρέψεις να μπει στους πόρους σου να ταξιδέψει μεσ’ την λέμφο και στο αίμα σου μέχρι την καρδιά σου και εκείνη με το σφυγμό της να την στείλει παντού ευωδιάζοντας για πάντα όλα τα ζωτικά όργανα… και ταυτόχρονα καίγοντάς τα.

Και μέχρι να αισθανθεί ότι ήθελε να καεί στη φωτιά της δεν θα έκανε βήμα. Θα την περίμενε όμως, θα την περίμενε όσο χρειαζόταν, κάτι μέσα του, του έλεγε ο τι θα ερχόταν η στιγμή.

Και προτίμησαν να περιμένουν χωριστά. Αυτό ήταν τότε…

Ενα νέο κεφάλαιο

Ήταν πολύ χαρούμενη είχε γράψει κιόλας τόσες σελίδες, το σημείο που είχε καθίσει ήταν μοναδικό, το ποτάμι την ηρεμούσε πολύ, σαν ο ήχος του να χάιδευε στην ψυχή της. Της θύμιζε την θάλασσα που τόσο της έλειπε, ίσως το μοναδικό πράγμα που της έλειπε, απ την πατρίδα της μετά από τους δικούς της ανθρώπους… η δική της θάλασσα. Ένα καραβάκι διέσχισε το ποτάμι και το ακολουθούσαν δυο πουλιά, όπως στην πατρίδα της ακολουθούσαν τα ψαροκάικα τραγουδώντας τους καθ’ όλη την διαδρομή σαν πλανόδιοι μουσικάντηδες περιμένοντας φιλοδώρημα… και ξανά η σκέψη της ανέβηκε μαζί τους…

Θυμήθηκε εκείνη την ημέρα που κάθισε ατελείωτες ώρες στην παραλία μονάχη… απογοητευμένη, πικραμένη, πληγωμένη αλλά όχι απελπισμένη, τότε που κατάλαβε ότι ο αρραβωνιαστικός της ήθελε μια άλλη γυναίκα στη ζωή του πια και ήταν πολύ δειλός να της το πει διατηρώντας παράλληλα δυο σχέσεις. Η θάλασσα γαλήνεψε την φουρτούνα μέσα της και της έδωσε όπως πάντα την σωστή λύση… και έφυγε. Έφυγε από όσα την πλήγωναν και όσα της θύμιζαν. Δεν άντεχε να θυμάται.

Δεν την κρατούσε τίποτα εδώ ούτε η σκέψη εκείνου που σαν μικρή πεταλούδα την καλούσε να χορέψουν γύρω από την φωτιά με κίνδυνο να καούν κι οι δυο, ή ακόμα χειρότερα να καεί ο ένας απ τους δυο.

Ταξίδεψε, γιατρεύτηκε και ερωτεύτηκε ξανά, ένοιωσε το αίμα της ζωντανό ξανά με ένα νέο άνθρωπο. Την έκανε να νοιώσει ασφάλεια και εκείνη του υποσχέθηκε… «θα γίνω εγώ η νέα σου οικογένεια» του είχε πει μέσα απ την καρδιά της με μάτια λαμπερά, κι εκείνος ένοιωσε σαν να του άνοιξαν την πόρτα στον παράδεισο που του είχαν κλέψει.

Και ήδη κυοφορούσε το παιδί του νέου αυτού ανθρώπου.

Έναν φλογισμένο βράδυ Ιούλη που έκανε τόσο ζέστη ώστε τα κεριά να λειώνουν και πέφτουν μόνα τους από τα κηροπήγια, που φλέγονται τα σωθικά σου και στην κορυφή της λάβας που αναβλύζει χορεύουν στη άχνα οι ανεκπλήρωτοι πόθοι … θυμήθηκε εκείνον που έκανε της καρδιά της και τα σωθικά της να αισθάνονται έτσι χωρίς να είναι Ιούλης.

Τον έψαξε και τον ξαναβρήκε. Την περίμενε, δεν την είχε ξεχάσει ποτέ, δεν την είχε ψάξει ποτέ, δεν ήταν του χαρακτήρα του και γι αυτό δεν ήξερε τίποτα για τους λογούς της φυγής της…

Η χαρά και των δυο ήταν μεγάλη, σαν να είχε κάτι από εκείνη την άλλη εποχή αλλά κάτι πιο αγνό και χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς ενοχές… τότε του ανακοινώσε ο τι είχε δημιουργήσει μια νέα οικογένεια με έναν άνθρωπο που είχε τόσο ανάγκη από κάτι τέτοιο και το χαρμόσυνο γεγονός της εγκυμοσύνης της …

Έμεινε άλαλος. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να πει τίποτα, τίποτα άλλο.

Είπε ευγενικά καληνύχτα και έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν πια βέβαιος, αυτή η γυναίκα έπαιζε μαζί του για να διασκεδάσει την πλήξη της, έπαιζε εκ του ασφαλούς και κάτι τέτοιο δεν τον αφορούσε.

Έβγαλε το τηλέφωνο από την πρίζα. Δεν ήθελε να δεχτεί άλλο τηλεφώνημα ποτέ ξανά.

“Τέλος!”, φώναξε θριαμβευτικά. Η εκδότρια και οι αναγνώστες της θα είναι πολύ περήφανοι για εκείνη και την ιστορία της. Η ίδια όμως, πώς θα νιώθει άραγε βλέποντας την ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα της να παίρνει μια νέα διάσταση;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ